όρμημα

όρμημα
3731 ὅρμημα
{сущ., 1}
стремление, стремительность, сила (Откр. 18:21).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "όρμημα" в других словарях:

  • ὅρμημα — sudden rush neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όρμημα — το (Α ὅρμημα) [ορμώ] το αποτέλεσμα τού ορμώ, ορμητική κίνηση αρχ. 1. ώθηση 2. βίαιη επίθεση 3. έξαψη βίαιου συναισθήματος, όπως λ.χ. οργής ή αγανάκτησης 4. συγκίνηση, λύπη …   Dictionary of Greek

  • ὁρμημάτων — ὅρμημα sudden rush neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμήμασι — ὅρμημα sudden rush neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμήμασιν — ὅρμημα sudden rush neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμήματα — ὅρμημα sudden rush neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμήματι — ὅρμημα sudden rush neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμήματος — ὅρμημα sudden rush neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • устремление — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  сущ. стремительность, быстрота; (ὅρμημα), ярость …   Словарь церковнославянского языка

  • οίμημα — οἴμημα, τό (Α) [οιμώ] (κατά τον Ησύχ.) «ὅρμημα» …   Dictionary of Greek

  • ρώμα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ῥώμην, ἰσχύν, ὅρμημα, ὡς γνῶμα γνώμην». [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ῥώμη κατά το γνῶμα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»